Στην έκθεση της Επιτροπής Πισσαρίδη για την Ανάπτυξη της Ελληνικής Οικονομίας, η μη αποτελεσματική εφαρμογή του δικαίου ανταγωνισμού μαζί με την πολυπλοκότητα του ρυθμιστικού πλαισίου αναφέρονται ως βασικοί παράγοντες της «χαμηλής έντασης» του ανταγωνισμού στην ελληνική οικονομία συνολικά: δυσχεραίνεται έτσι η είσοδος νέων επιχειρήσεων και συντηρείται μια «κλειστή αγορά» με επιχειρήσεις μη ανταγωνιστικές εκτός συνόρων. Γι’ αυτό και η ενίσχυση της Επιτροπής Ανταγωνισμού είναι κρίσιμη για την αποτροπή συμπεριφορών όπως τα «καρτέλ» που τελικά αποβαίνουν σε βάρος του τελικού καταναλωτή, της παραγωγικότητας, της καινοτομίας, της εξωστρέφειας των επιχειρήσεων αλλά και της προσέλκυσης άμεσων ξένων επενδύσεων στη χώρα μας.
Το νομοθέτημα αυτό, λοιπόν, που έχει αντικείμενο που φέρνει πολύ συγκεκριμένες αλλαγές στο εγχώριο δίκαιο περί ανταγωνισμού, θεωρήθηκε από την αντιπολίτευση μια καλή ευκαιρία να επιρρίψει ευθύνες στην Κυβέρνηση για τις ανατιμήσεις στην αγορά, από την ενέργεια και τα είδη πρώτης ανάγκης στα σουπερμάρκετ, μέχρι τις κατασκευές και τα μοριακά τεστ!
Πρόκειται για μια στάση αναμενόμενη, αφού η ακρίβεια είναι αυτή τη στιγμή ένα από τα δύο πιο σημαντικά προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας και άρα προσφέρεται για πολιτική εκμετάλλευση. Από την άλλη, είναι αυθαίρετο και εκτός πραγματικότητας να αποδίδεται, για παράδειγμα, η αύξηση των χρεώσεων στο ηλεκτρικό ρεύμα στην τάχα μου «απαξίωση» της ΔΕΗ ή η αύξηση των τιμών στα οικοδομικά υλικά στη «μη προστασία των μικροεργολάβων».
Με την κριτική αυτή παραβλέπεται, σκόπιμα, ότι το πρόσφατο κύμα ανατιμήσεων είναι κατά βάση ένα «εισαγόμενο» πρόβλημα. Είναι αποτέλεσμα ενός συνδυασμού αυξήσεων στις διεθνείς τιμές καυσίμων, πρώτων υλών και ειδών διατροφής, ανόδου του κόστους παραγωγής και μεταφοράς, μειωμένης προσφοράς σε σχέση με τη ζήτηση κτλ.. Πρόκειται δηλαδή για μια διεθνή κρίση, που δυστυχώς θα μας απασχολεί για κάποιο διάστημα ακόμα...
Σε αυτή την μάλλον «εύκολη» κριτική σκόπιμα αποσιωπώνται κάποια δεδομένα. Πρώτα απ’ όλα, το φαινόμενο στη χώρα μας είναι ηπιότερο σε σχέση με ό,τι ισχύει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες: ο πληθωρισμός στην Ελλάδα ήταν o έβδομος χαμηλότερος στην ευρωζώνη το τελευταίο τρίμηνο του 2021 και ο τρίτος χαμηλότερος για όλο το προηγούμενο έτος. Μάλιστα, η χώρα μας έχει τις χαμηλότερες αυξήσεις σε 12 από τις 14 κατηγορίες βασικών προϊόντων που παρακολουθούνται και συγκρίνονται με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης από ομάδα ειδικών της Επιτροπής Ανταγωνισμού, όπως ανέφερε τις προάλλες στη Βουλή ο Πρόεδρος της Επιτροπής.
Η Κυβέρνηση εφαρμόζει ήδη - και συνεχίζει για όσο χρειαστεί - από το τελευταίο τρίμηνο του 2021 μέτρα για να μειώσει την επιβάρυνση νοικοκυριών και επιχειρήσεων και να ενισχύσει τους έχοντες μεγαλύτερη ανάγκη. Παράλληλα έχει εντατικοποιήσει τους ελέγχους στην αγορά για αδικαιολόγητες ανατιμήσεις και περιπτώσεις αισχροκέρδειας από όσους σπεύδουν να εκμεταλλευθούν το διεθνές ράλι αυξήσεων.
Η Κυβέρνηση έλαβε αναλογικά περισσότερα μέτρα από πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες - και έγκαιρα - για να ελαφρύνει τις επιπτώσεις ενός πρωτοφανούς διεθνούς κύματος ακρίβειας. Και ας θέλουν να πείσουν κάποιοι από την αντιπολίτευση ότι ευθύνεται για «όλα τα κακά του κόσμου»…